- παρασάγγης
- Περσικό μέτρο μήκους, με το οποίο μετρούσαν τις βασιλικές οδούς. Ο όρος π. είναι η εξελληνισμένη περσική λέξη φαρσάνγκ. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν πως το μήκος του π. δεν ήταν σταθερό και κατά περιόδους ποίκιλλε. Η επικρατέστερη πάντως άποψη είναι ότι ισοδυναμούσε με 30 στάδια, δηλαδή περίπου 5.250 μ.
* * *-ους, ο, ΝΑαρχαίο περσικό μέτρο μήκους, που ισοδυναμεί με 5.243 περίπου σημερινά μέτρανεοελλ.φρ. «απέχει παρασάγγας» — βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση ή έχει μεγάλη διαφοράαρχ.1. αγγελιαφόρος2. (κατά τον Ησύχ.) «μέτρον ὁδοῡ τριάκοντα σταδίους ἔχον».[ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. farsang].
Dictionary of Greek. 2013.